σούζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούζα | οι | σούζες |
γενική | της | σούζας | — | |
αιτιατική | τη | σούζα | τις | σούζες |
κλητική | σούζα | σούζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σούζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική suzo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σούζα θηλυκό
- η στάση που παίρνει ένα τετράποδο ζώο όταν στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του
- η οδήγηση ενός δίτροχου οχήματος με τον μπροστινό τρόχο να σηκώνεται στον αέρα
- πήδηξε πάνω στη μηχανή και έκανε μια σούζα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στέκομαι σούζα: (ειρωνικό) είμαι απόλυτα υποταγμένος σε κάποιον και περιμένω τις εντολές του για να τις εκτελέσω αμέσως, μοιάζοντας έτσι με σκύλο που στέκεται όρθιος όταν τον διατάζει ο κύριός του
επίσης χρησιμοποιείται μεταφορικά για το ανδρικό μόριο,
”στέκεται σούζα να κάτσουν οι κυρίες" .
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σούζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)