σπεύδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπεύδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspe.vðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεύ‐δω

Ρήμα[επεξεργασία]

σπεύδω, πρτ.: έσπευδα, στ.μέλλ.: θα σπεύσω, αόρ.: έσπευσα, μτχ.π.π.: εσπευσμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. πηγαίνω κάπου βιαστικά
  2. τρέχω να κάνω κάτι, ενεργώ με ταχύτητα
    μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει κάτω, έσπευσε να βοηθήσει

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]