στενωπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενωπός οι στενωποί
      γενική της στενωπού των στενωπών
    αιτιατική τη στενωπό τις στενωπούς
     κλητική στενωπέ στενωποί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στενωπός[1] < στεν(ός) + -ωπός (ὢψ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στενωπός θηλυκό

  1. στενό πέρασμα, στενός δρόμος, φαράγγι
  2. (μεταφορικά) κατάσταση που δείχνει περιορισμένη, δύσβατη και πιθανόν επικίνδυνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]