τενεμπρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τενεμπρισμός οι τενεμπρισμοί
      γενική του τενεμπρισμού των τενεμπρισμών
    αιτιατική τον τενεμπρισμό τους τενεμπρισμούς
     κλητική τενεμπρισμέ τενεμπρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τενεμπρισμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   ιταλική tenebroso (σκοτεινός ) < (λατινικά) tenebrae (=σκοτάδι, μαυρίλα)
Έργο του Καραβάτζιο, 1602.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τενεμπρισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]