τροφοδοτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τροφοδοτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
τροφοδοτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τροφοδοτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροφοδοτημένος
|