τρόφιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρόφιμο | τα | τρόφιμα |
γενική | του | τροφίμου & τρόφιμου |
των | τροφίμων |
αιτιατική | το | τρόφιμο | τα | τρόφιμα |
κλητική | τρόφιμο | τρόφιμα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- τρόφιμο < ελληνιστική κοινή τρόφιμα (πληθυντικός του τρόφιμον) < ουδέτερο, αρχαία ελληνική τρόφιμος (θρεπτικός)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾo.fi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρό‐φι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρόφιμο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει τροφή για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα ως προϊόν που μπορεί να αγοραστεί, αποθηκευτεί κλπ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- τρόφιμο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τρόφιμο αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τρόφιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)