υποκόπανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκόπανος οι υποκόπανοι
      γενική του υποκόπανου των υποκόπανων
    αιτιατική τον υποκόπανο τους υποκόπανους
     κλητική υποκόπανε υποκόπανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκόπανος < υπο- + κόπανος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crosse)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.poˈko.pa.nos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποκόπανος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]