φανοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανοποιός οι φανοποιοί
      γενική του φανοποιού των φανοποιών
    αιτιατική τον φανοποιό τους φανοποιούς
     κλητική φανοποιέ φανοποιοί
Συνήθως αρσενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φανοποιός < φαν(ός) + -ο- + -ποιός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.no.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νο‐ποι‐ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φανοποιός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]