φιλόγελως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόγελως, -ως, -ω
- που αγαπάει τα γέλια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῐλογελωτ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | φιλόγελως | οἱ/αἱ | φιλογέλωτες | |
γενική | τοῦ/τῆς | φιλογέλωτος | τῶν | φιλογελώτων | |
δοτική | τῷ/τῇ | φιλογέλωτῐ | τοῖς/ταῖς | φιλογέλωτῐ(ν)* | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | φιλογέλωτᾰ | τοὺς/τὰς | φιλογέλωτᾰς | |
κλητική ὦ! | φιλόγελως | φιλογέλωτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλογέλωτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φιλογελώτοιν | |||
* Η δοτική πληθυντικού με κατάληξη -τι αντί για -σι. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φιλόγελως αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που γελά με ευκολία
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις φίλος και γέλως
Πηγές[επεξεργασία]
- φιλόγελως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόγελως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα φιλό- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρως' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρως' προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)