φιλόγελως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλόγελως < φιλό- + γέλως

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλόγελως, -ως, -ω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῐλογελωτ-
ονομαστική / φιλόγελως οἱ/αἱ φιλογέλωτες
      γενική τοῦ/τῆς φιλογέλωτος τῶν φιλογελώτων
      δοτική τῷ/τῇ φιλογέλωτ τοῖς/ταῖς φιλογέλωτ(ν)*
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλογέλωτ τοὺς/τὰς φιλογέλωτᾰς
     κλητική ! φιλόγελως φιλογέλωτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλογέλωτε
γεν-δοτ τοῖν  φιλογελώτοιν
* Η δοτική πληθυντικού με κατάληξη -τι αντί για -σι.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

φιλόγελως αρσενικό ή θηλυκό

  • άτομο που γελά με ευκολία

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και γέλως

Πηγές[επεξεργασία]