φιλόπρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλόπρωτος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈlo.pɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐πρω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόπρωτος, -η, -ο
- που λατρεύει να είναι πρώτος σε κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόπρωτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φιλόπρωτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόπρωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.