φιτιλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιτιλιά | οι | φιτιλιές |
γενική | της | φιτιλιάς | των | φιτιλιών |
αιτιατική | τη | φιτιλιά | τις | φιτιλιές |
κλητική | φιτιλιά | φιτιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιτιλιά θηλυκό
- το άναμμα του φιτιλιού
- (μεταφορικά) η πυροδότηση καβγά, διαφωνιών, η αφορμή που σκόπιμα δίνεται από κάποιον για να "ανάψει" μια συζήτηση, να δημιουργηθεί ένταση και έντονη δυσαρέσκεια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Μη βάζεις φιτιλιές : όταν κάποιος προβοκάρει, "ρίχνει λάδι στη φωτιά", δίνει εναύσματα για να ξεσπάσει καβγάς ή να επιδεινωθεί μια ήδη τεταμένη κατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιτιλιά
βάζω φιτιλιές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)