φοίτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοίτηση οι φοιτήσεις
      γενική της φοίτησης* των φοιτήσεων
    αιτιατική τη φοίτηση τις φοιτήσεις
     κλητική φοίτηση φοιτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φοιτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φοίτηση < αρχαία ελληνική φοίτησις < φοιτέω και φοιτάω-φοιτῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φοίτηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]