φορτσαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορτσαρισμένος η φορτσαρισμένη το φορτσαρισμένο
      γενική του φορτσαρισμένου της φορτσαρισμένης του φορτσαρισμένου
    αιτιατική τον φορτσαρισμένο τη φορτσαρισμένη το φορτσαρισμένο
     κλητική φορτσαρισμένε φορτσαρισμένη φορτσαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορτσαρισμένοι οι φορτσαρισμένες τα φορτσαρισμένα
      γενική των φορτσαρισμένων των φορτσαρισμένων των φορτσαρισμένων
    αιτιατική τους φορτσαρισμένους τις φορτσαρισμένες τα φορτσαρισμένα
     κλητική φορτσαρισμένοι φορτσαρισμένες φορτσαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

φορτσαρισμένος



Μεταφράσεις[επεξεργασία]