φορτσαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
φορτσαρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορτσάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορτσαρισμένος
|
φορτσαρισμένος
|