χαρτοβασίλειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτοβασίλειο < (καθαρεύουσα) χαρτοβασίλειον < χαρτο- + βασίλειον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrivassière [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτοβασίλειο ουδέτερο
- (ειρωνικό) μέρος που υπάρχουν υπερβολικά πολλά χαρτιά ή έγγραφα
- (συνεκδοχικά) γραφειοκρατία
- (κατ’ επέκταση) κράτος που η γραφειοκρατία του υπερβαίνει τα συνήθη των άλλων κρατών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χαρτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (καθαρεύουσα)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)