χαρτομαντεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτομαντεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cartomancie < carto- (< αρχαία ελληνική χαρτο-) + αρχαία ελληνική μαντεία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaɾ.to.manˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐μα‐ντί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτομαντεία θηλυκό
- η μαντική μέσω της τράπουλας είτε της συνηθισμένης για την χαρτοπαιξία είτε εκείνης με τα ειδικά σύμβολα της χαρτομαντείας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτομαντεία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χαρτο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)