χειράφετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειράφετος < ελληνιστική κοινή χειράφετος
Επίθετο[επεξεργασία]
χειράφετος
- (λόγιο) που έχει χειραφετηθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειράφετος
|