χειραφετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειραφετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειραφετώ
Μετοχή
[επεξεργασία]χειραφετημένος
- (για άτομο) που έχει χειραφετηθεί, είναι πλέον ανεξάρτητο ενώ δεν ήταν, που έχει γίνει αυτόνομο και ελεύθερο να ενεργεί κατά βούληση, που έχει ελευθερωθεί από εξαρτήσεις ή κηδεμονία, που έχει πλήρη δικαιώματα
- (για αφηρημένες έννοιες) που έχει ανεξαρτοποιηθεί, έχει αυτονομηθεί (π.χ. η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, ο δήμος από το κράτος κ.λπ.)