χοίρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χοίρειος | η | χοίρεια | το | χοίρειο |
γενική | του | χοίρειου | της | χοίρειας | του | χοίρειου |
αιτιατική | τον | χοίρειο | τη | χοίρεια | το | χοίρειο |
κλητική | χοίρειε | χοίρεια | χοίρειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χοίρειοι | οι | χοίρειες | τα | χοίρεια |
γενική | των | χοίρειων | των | χοίρειων | των | χοίρειων |
αιτιατική | τους | χοίρειους | τις | χοίρειες | τα | χοίρεια |
κλητική | χοίρειοι | χοίρειες | χοίρεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοίρειος < αρχαία ελληνική χοίρειος
Επίθετο[επεξεργασία]
χοίρειος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοίρειος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοίρειος < χοῖρος
Επίθετο[επεξεργασία]
χοίρειος, α, ον ( & χοίρεος, ος, ον)
- κρέα χοίρεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοίρειος
- χοίρειον φαγεῖν στον Όμηρο και σε άλλο σημείο χοίρεα πάλι ως ουσιαστικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)