χοίρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοίρειος η χοίρεια το χοίρειο
      γενική του χοίρειου της χοίρειας του χοίρειου
    αιτιατική τον χοίρειο τη χοίρεια το χοίρειο
     κλητική χοίρειε χοίρεια χοίρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοίρειοι οι χοίρειες τα χοίρεια
      γενική των χοίρειων των χοίρειων των χοίρειων
    αιτιατική τους χοίρειους τις χοίρειες τα χοίρεια
     κλητική χοίρειοι χοίρειες χοίρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοίρειος < αρχαία ελληνική χοίρειος

Επίθετο[επεξεργασία]

χοίρειος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοίρειος < χοῖρος

Επίθετο[επεξεργασία]

χοίρειος, α, ον ( & χοίρεος, ος, ον)

κρέα χοίρεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χοίρειος

  • το χοιρινό (ενν. κρέας) (ίσως ουσιαστικοποιήθηκε μόνον το ουδέτερο, στον εν. και πληθ.)
χοίρειον φαγεῖν στον Όμηρο και σε άλλο σημείο χοίρεα πάλι ως ουσιαστικό


Συγγενικά[επεξεργασία]