χολωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
χολωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χολώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολωμένος
|
χολωμένος, -η, -ο
|