ψυχοσωτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοσωτήριος < μεσαιωνική ελληνική ψυχοσωτήριος < αρχαία ελληνική ψυχή + σωτήριος
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχοσωτήριος, -α, -ο
- που σώζει την ψυχή
- Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι κληρικοί (κάθε βαθμού) χαρακτηρίζουν ως εχθρό της Εκκλησίας, ως άθεο και «κομμουνιστή» όποιον καταγγείλει ή επικρίνει δημόσια απαράδεκτες συμπεριφορές μερικών κληρικών. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι δείγματα φασιστικής νοοτροπίας. Η πίστη στα ψυχοσωτήρια ιδεώδη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας δεν είναι φέουδο, ούτε αποκλειστικότητα των ανίερα συμπεριφερόμενων κληρικών. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοσωτήριος
|