ἡμέτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ημέτερος, ὑμέτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἡμέτερος      ἡμετέρ      ἡμέτερον
      γενική ἡμετέρου ἡμετέρᾱς ἡμετέρου
      δοτική ἡμετέρ ἡμετέρ ἡμετέρ
    αιτιατική ἡμέτερον ἡμετέρᾱν ἡμέτερον
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἡμέτεροι      ἡμέτεραι      ἡμέτερ
      γενική ἡμετέρων ἡμετέρων ἡμετέρων
      δοτική ἡμετέροις ἡμετέραις ἡμετέροις
    αιτιατική ἡμετέρους ἡμετέρᾱς ἡμέτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἡμετέρω      ἡμετέρ      ἡμετέρω
      γεν-δοτ ἡμετέροιν ἡμετέραιν ἡμετέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἡμέτερος < ἡμεῖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéy, ονομαστική πληθυντικού τού *éǵh₂

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ἡμέτερος, -α, -ον

Κτητικές αντωνυμίες[επεξεργασία]

Για έναν κτήτορα[επεξεργασία]

Για πολλούς κτήτορες[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]