κόνδυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόνδυλος οι κόνδυλοι
      γενική του κονδύλου
κόνδυλου
των κονδύλων
    αιτιατική τον κόνδυλο τους κονδύλους
κόνδυλους
     κλητική κόνδυλε κόνδυλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent- σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tubercule[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνδυλος αρσενικό

  1. (ανατομία) προεξοχή οστού με κυλινδρικό σχήμα, η οποία ως μέρος μιας άρθρωσης, περιορίζει τις κινήσεις του οστού εντός ορισμένων ορίων
  2. (βοτανική) υπόγειος βλαστός με αποταμιευτικό ρόλο
    Στις περισσότερες περιπτώσεις το άμυλο είναι η κύρια αποταμιευτική ουσία του κονδύλου. Η πατάτα είναι αμυλούχος κόνδυλος.
  3. (γεωλογία) στρογγυλεμένος ακανόνιστος όγκος ορυκτών ουσιών, με σύσταση τελείως διαφορετική από τα πετρώματα που τις περικλείουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνδυλος οἱ κόνδυλοι
      γενική τοῦ κονδύλου τῶν κονδύλων
      δοτική τῷ κονδύλ τοῖς κονδύλοις
    αιτιατική τὸν κόνδυλον τοὺς κονδύλους
     κλητική ! κόνδυλε κόνδυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονδύλω
γεν-δοτ τοῖν  κονδύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνδυλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνδυλος, -ου αρσενικό

  1. γροθιά
  2. (συνεκδοχικά) χτύπημα με τη γροθιά, γρονθοκόπημα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 258
    μῶν τῶν σκορόδων ἐνέβαλεν εἰς τὸν κόνδυλον;
    Μην έβαλε και σκόρδα στη σφαλιάρα;
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 366
    τί δ᾽, ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν;
    Μωρ᾽ αν σε λιώσω στις μπουνιές, σαν τί μπορείς να κάνεις;
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 254 (254-255)
    εἰ νὴ Δί᾽ αὖθις κονδύλοις νουθετήσεθ᾽ ἡμᾶς, | ἀποσβέσαντες τοὺς λύχνους ἄπιμεν οἴκαδ᾽ αὐτοί·
    Αν θα μας ορμηνεύετε πάλι με χαστούκια, | σβήνουμε τα λυχνάρια μας και γυρνούμε σπίτι·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 52
    καὶ ταῦτ᾽ ἤδη τὰ περὶ Μειδίαν καὶ τοὺς κονδύλους οὓς ἔλαβεν ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ χορηγὸς ὤν, καὶ ὡς ἀπέδοτο τριάκοντα μνῶν ἅμα τήν τε εἰς αὑτὸν ὕβριν καὶ τὴν τοῦ δήμου καταχειροτονίαν ἣν ἐν Διονύσου κατεχειροτόνησε Μειδίου.
    ακόμη ποιος ο λόγος να αναφερθώ στα όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και του Μειδία, τις γροθιές που έφαγε ο Δημοσθένης στην ορχήστρα όντας χορηγός, ότι πούλησε για τριάντα μνες τόσο την προσβολή στο πρόσωπό του όσο και την καταδικαστική απόφαση του λαού εναντίον του Μειδία μέσα στο θέατρο του Διονύσου;
    Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
  3. (ιατρική) οποιοδήποτε σκληρό και οστεώδες εξόγκωμα
  4. (ανατομία) οι αρθρώσεις των δακτύλων
  5. (ανατομία) αρμός κάθε άρθρωσης, κλείδωση
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), κεφ. 6, p.288 @scaife.perseus
    Δάκτυλοι ἄρθρα ἔχουσι πολλὰ, ἕκαστος τρία, ἓν μὲν ὑπὸ τῷ ὄνυχι ἐν μέσῳ τοῦ τε ὄνυχος καὶ τοῦ κονδύλου, ἄλλο ἐν τῷ κονδύλῳ, ᾗ καὶ ξυγκάμπτουσι τοὺς δακτύλους, ἄλλο τρίτον, ᾗ ὁ δάκτυλος ἀπὸ τῆς χειρὸς ἀποπέφυκεν.
  6. (ιατρική) (για ούλα δοντιών) εξόγκωμα, πρήξιμο
  7. μέτρο μήκους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]