κόνδυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent- σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tubercule[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόνδυλος αρσενικό
- (ανατομία) προεξοχή οστού με κυλινδρικό σχήμα, η οποία ως μέρος μιας άρθρωσης, περιορίζει τις κινήσεις του οστού εντός ορισμένων ορίων
- (βοτανική) υπόγειος βλαστός με αποταμιευτικό ρόλο
- (γεωλογία) στρογγυλεμένος ακανόνιστος όγκος ορυκτών ουσιών, με σύσταση τελείως διαφορετική από τα πετρώματα που τις περικλείουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεξοχή
|
γεωλογία - αλλοβήσσαλο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόνδυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόνδυλος | οἱ | κόνδυλοι |
γενική | τοῦ | κονδύλου | τῶν | κονδύλων |
δοτική | τῷ | κονδύλῳ | τοῖς | κονδύλοις |
αιτιατική | τὸν | κόνδυλον | τοὺς | κονδύλους |
κλητική ὦ! | κόνδυλε | κόνδυλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονδύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κονδύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόνδυλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόνδυλος, -ου αρσενικό
- γροθιά
- (συνεκδοχικά) χτύπημα με τη γροθιά, γρονθοκόπημα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 258
- μῶν τῶν σκορόδων ἐνέβαλεν εἰς τὸν κόνδυλον;
- Μην έβαλε και σκόρδα στη σφαλιάρα;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- μῶν τῶν σκορόδων ἐνέβαλεν εἰς τὸν κόνδυλον;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 366
- τί δ᾽, ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν;
- Μωρ᾽ αν σε λιώσω στις μπουνιές, σαν τί μπορείς να κάνεις;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- τί δ᾽, ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 254 (254-255)
- εἰ νὴ Δί᾽ αὖθις κονδύλοις νουθετήσεθ᾽ ἡμᾶς, | ἀποσβέσαντες τοὺς λύχνους ἄπιμεν οἴκαδ᾽ αὐτοί·
- Αν θα μας ορμηνεύετε πάλι με χαστούκια, | σβήνουμε τα λυχνάρια μας και γυρνούμε σπίτι·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εἰ νὴ Δί᾽ αὖθις κονδύλοις νουθετήσεθ᾽ ἡμᾶς, | ἀποσβέσαντες τοὺς λύχνους ἄπιμεν οἴκαδ᾽ αὐτοί·
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 52
- καὶ ταῦτ᾽ ἤδη τὰ περὶ Μειδίαν καὶ τοὺς κονδύλους οὓς ἔλαβεν ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ χορηγὸς ὤν, καὶ ὡς ἀπέδοτο τριάκοντα μνῶν ἅμα τήν τε εἰς αὑτὸν ὕβριν καὶ τὴν τοῦ δήμου καταχειροτονίαν ἣν ἐν Διονύσου κατεχειροτόνησε Μειδίου.
- ακόμη ποιος ο λόγος να αναφερθώ στα όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και του Μειδία, τις γροθιές που έφαγε ο Δημοσθένης στην ορχήστρα όντας χορηγός, ότι πούλησε για τριάντα μνες τόσο την προσβολή στο πρόσωπό του όσο και την καταδικαστική απόφαση του λαού εναντίον του Μειδία μέσα στο θέατρο του Διονύσου;
- Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
- καὶ ταῦτ᾽ ἤδη τὰ περὶ Μειδίαν καὶ τοὺς κονδύλους οὓς ἔλαβεν ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ χορηγὸς ὤν, καὶ ὡς ἀπέδοτο τριάκοντα μνῶν ἅμα τήν τε εἰς αὑτὸν ὕβριν καὶ τὴν τοῦ δήμου καταχειροτονίαν ἣν ἐν Διονύσου κατεχειροτόνησε Μειδίου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 258
- (ιατρική) οποιοδήποτε σκληρό και οστεώδες εξόγκωμα
- (ανατομία) οι αρθρώσεις των δακτύλων
- (ανατομία) αρμός κάθε άρθρωσης, κλείδωση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), κεφ. 6, p.288 @scaife.perseus
- Δάκτυλοι ἄρθρα ἔχουσι πολλὰ, ἕκαστος τρία, ἓν μὲν ὑπὸ τῷ ὄνυχι ἐν μέσῳ τοῦ τε ὄνυχος καὶ τοῦ κονδύλου, ἄλλο ἐν τῷ κονδύλῳ, ᾗ καὶ ξυγκάμπτουσι τοὺς δακτύλους, ἄλλο τρίτον, ᾗ ὁ δάκτυλος ἀπὸ τῆς χειρὸς ἀποπέφυκεν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), κεφ. 6, p.288 @scaife.perseus
- (ιατρική) (για ούλα δοντιών) εξόγκωμα, πρήξιμο
- μέτρο μήκους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]- κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπʼ αὐτῇ: κουλούρι με ξύλο για προσφάι, δηλ. ένα «γερό ξύλο»
- → δείτε παράθεμα στο κολλύρα
Πηγές
[επεξεργασία]- κόνδυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόνδυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)