Δαυλιεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δαυλιεύς οἱ Δαυλιεῖς
      γενική τοῦ Δαυλιέως τῶν Δαυλιέων
      δοτική τῷ Δαυλιεῖ τοῖς Δαυλιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δαυλιέ τοὺς Δαυλιέᾱς
     κλητική ! Δαυλιεῦ Δαυλιεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δαυλιεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Δαυλιέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δαυλιεύς < Δαυλί(ς) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Δαυλιεύς αρσενικό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δαυλιεύς αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]