βαριά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{θ}} του επιθέτου [[βαρύς]] ως ουσ.
: '''{{PAGENAME}}''' < {{θ}} του επιθέτου [[βαρύς]] ως ουσ.
?<ref>?</ref>
?


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 08:15, 24 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριά οι βαριές
      γενική της βαριάς των βαριών
    αιτιατική τη βαριά τις βαριές
     κλητική βαριά βαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.

Ουσιαστικό

βαριά θηλυκό

  1. μεγάλο σφυρί που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια

Μεταφράσεις

Επίρρημα

βαριά

  • με βαρύ τρόπο
    1. κοιμάμαι βαριά: κοιμάμαι πολύ βαθιά
    2. σοβαρά (για κάτι πολύ βαρύ όσον αφορά την κατάστασή του ή τις ενδεχόμενες συνέπειες)
      πληγώνομαι βαριά (τα τραύματά μου είναι πολύ σοβαρά)
    3. παίρνω κάτι (πολύ) βαριά: με στενοχωρεί ή με προσβάλλει κάτι πάρα πολύ
       συνώνυμα: το φέρω βαρέως


Μεταφράσεις