βαριά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 110: Γραμμή 110:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:βαριά]]
[[mg:βαριά]]
[[pl:βαριά]]

Αναθεώρηση της 11:54, 29 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριά οι βαριές
      γενική της βαριάς των βαριών
    αιτιατική τη βαριά τις βαριές
     κλητική βαριά βαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.

Ουσιαστικό

βαριά θηλυκό

  1. μεγάλο σφυρί που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια

Μεταφράσεις

Επίρρημα

βαριά

  • με βαρύ τρόπο
    1. κοιμάμαι βαριά: κοιμάμαι πολύ βαθιά
    2. σοβαρά (για κάτι πολύ βαρύ όσον αφορά την κατάστασή του ή τις ενδεχόμενες συνέπειες)
      πληγώνομαι βαριά (τα τραύματά μου είναι πολύ σοβαρά)
    3. παίρνω κάτι (πολύ) βαριά: με στενοχωρεί ή με προσβάλλει κάτι πάρα πολύ
       συνώνυμα: το φέρω βαρέως


Μεταφράσεις