συντομογραφία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
* {{pl}} : {{τ|pl|skrót}}, {{τ|pl|skrótowiec}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|skrót}}, {{τ|pl|skrótowiec}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|abreviação}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|abreviação}} |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|аббревиация}} |
|||
* {{fi}} : {{τ|fi|lyhenne}} |
* {{fi}} : {{τ|fi|lyhenne}} |
||
* {{fy}} : {{τ|fy|ôfkoarting|noentry=1}} |
* {{fy}} : {{τ|fy|ôfkoarting|noentry=1}} |
Αναθεώρηση της 23:06, 20 Ιουνίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντομογραφία θηλυκό
- σύντμηση μιας λέξης ή μιας έκφρασης με αφαίρεση γραμμάτων που επιτρέπει την πιο γρήγορη γραφή και την εξοικονόμηση χώρου
- Σημείωση
- Η συντομογραφία είναι είδος συντομομορφής, που ενώ γράφεται σύντομα, δεν προφέρεται σύντομα, αλλά προφέρεται ως πλήρης μορφή.
- Παραδείγματα συντομογραφιών
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συντομογραφικά (καθαρεύουσα: συντομογραφικώς)
- συντομογραφικός
Κατάλογος συντομογραφιών που χρησιμοποιούνται τυπικώς σε λεξικά
- 'αρσ.': αρσενικό
- 'θηλ.': θηλυκό
- 'ουδ.': ουδέτερο
- 'αρχ.': αρχαίος
- 'μτφρ.': μετάφραση
- 'ουσ.': ουσιαστικό
- 'επίρρ.: επίρρημα κ.α.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
συντομογραφία