καθαγιασμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ προσθήκη κλίσης στις μετοχές -μένος -μενος
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 10:45, 25 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαγιασμένος η καθαγιασμένη το καθαγιασμένο
      γενική του καθαγιασμένου της καθαγιασμένης του καθαγιασμένου
    αιτιατική τον καθαγιασμένο την καθαγιασμένη το καθαγιασμένο
     κλητική καθαγιασμένε καθαγιασμένη καθαγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαγιασμένοι οι καθαγιασμένες τα καθαγιασμένα
      γενική των καθαγιασμένων των καθαγιασμένων των καθαγιασμένων
    αιτιατική τους καθαγιασμένους τις καθαγιασμένες τα καθαγιασμένα
     κλητική καθαγιασμένοι καθαγιασμένες καθαγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθαγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαγιάζω

Μετοχή

καθαγιασμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν καθαγιάσει

Μεταφράσεις