καταθλιμμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ προσθήκη κλίσης στις μετοχές -μένος -μενος
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 11:06, 25 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταθλιμμένος η καταθλιμμένη το καταθλιμμένο
      γενική του καταθλιμμένου της καταθλιμμένης του καταθλιμμένου
    αιτιατική τον καταθλιμμένο την καταθλιμμένη το καταθλιμμένο
     κλητική καταθλιμμένε καταθλιμμένη καταθλιμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταθλιμμένοι οι καταθλιμμένες τα καταθλιμμένα
      γενική των καταθλιμμένων των καταθλιμμένων των καταθλιμμένων
    αιτιατική τους καταθλιμμένους τις καταθλιμμένες τα καταθλιμμένα
     κλητική καταθλιμμένοι καταθλιμμένες καταθλιμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταθλιμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταθλίβω

Μετοχή

καταθλιμμένος, -η, -ο

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις