τρόπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{μεταφράσεις}}: μορφοποίηση
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|way}}, {{τ|en|manner}}, {{τ|en|fashion}}• ''λογοτεχνία, αναλυτικότερος/πληρέστερος όρος του ύφους'': {{τ|en|trope}}
* {{en}} : {{τ|en|way}}, {{τ|en|manner}}, {{τ|en|fashion}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 81: Γραμμή 80:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 20:07, 16 Νοεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

τρόπος < αρχαία ελληνική τρόπος

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
  2. (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή
  3. οι οχτώ βυζαντινές νότες (διαφέρουν διαστημολογικά απ' τις ευρωπαϊκές νότες)

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρόπος < τρέπω

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. τρόπος