βαρβατίλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ΚΠ2020 (συζήτηση | συνεισφορές)
προσθήκη συνωνύμου
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
{{el-κλίση-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βαρβάτος]] + [[-ίλα]] < {{ελνστ|βαρβᾶτος}} < {{ετυμ la}} [[barbatus]] < [[barba]] < *''farba'' < {{itc-pro}} *''farβā'' < {{ιε}} *''bʰardʰeh₂'' ([[γένι]])
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βαρβάτος]] + [[-ίλα]] < {{ελνστ|βαρβᾶτος}} < {{ετυμ la}} [[barbatus]] < [[barba]] < *''farba'' < {{itc-pro}} *''farβā'' < {{ιε}} *''bʰardʰeh₂'' ([[γένι]])

Αναθεώρηση της 12:56, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρβατίλα οι βαρβατίλες
      γενική της βαρβατίλας
    αιτιατική τη βαρβατίλα τις βαρβατίλες
     κλητική βαρβατίλα βαρβατίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρβατίλα < βαρβάτος + -ίλα < (ελληνιστική κοινήβαρβᾶτος < Πρότυπο:ετυμ la barbatus < barba < *farba < πρωτοϊταλική *farβā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂ (γένι)

Ουσιαστικό

βαρβατίλα θηλυκό

  1. η δυσοσμία αρσενικών ζώων την εποχή του ζευγαρώματος
  2. (για άνδρες) η κακοσμία που προέρχεται από την απλυσιά
  3. (μεταφορικά) η προσπάθεια επίδειξης ανδρισμού

Συνώνυμα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις