αντίκλητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:1388:193:DDFD:4D62:783E:9A49:3CB2 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sarri.greek Ετικέτα: Επαναφορά |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*{{βλ|αντί|κλητός|καλώ}} |
*{{βλ|αντί|κλητός|καλώ}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 15:14, 1 Ιουνίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντίκλητος | οι | αντίκλητοι |
γενική | του | αντίκλητου & αντικλήτου |
των | αντίκλητων & αντικλήτων |
αιτιατική | τον | αντίκλητο | τους | αντίκλητους & αντικλήτους |
κλητική | αντίκλητε | αντίκλητοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντίκλητος αρσενικό ή θηλυκό
- Πρότυπο:νομ (λόγιο) πληρεξούσιος που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί ή να αναπληρώνει κάποιον σε νομικές υποθέσεις