Εὔφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὔφορος, εύφορος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὔφορος οἱ Εὔφοροι
      γενική τοῦ Εὐφόρου τῶν Εὐφόρων
      δοτική τῷ Εὐφόρ τοῖς Εὐφόροις
    αιτιατική τὸν Εὔφορον τοὺς Εὐφόρους
     κλητική ! Εὔφορε Εὔφοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐφόρω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εὔφορος < εὔφορος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εὔφορος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]