Κλεοπάτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλεοπάτωρ οἱ Κλεοπάτορες
      γενική τοῦ Κλεοπάτορος τῶν Κλεοπατόρων
      δοτική τῷ Κλεοπάτορ τοῖς Κλεοπάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Κλεοπάτορ τοὺς Κλεοπάτορᾰς
     κλητική ! Κλεοπάτορ Κλεοπάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλεοπάτορε
γεν-δοτ τοῖν  Κλεοπατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κλεοπάτωρ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κλεοπάτωρ αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]