Κοντολέων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κοντολέων οι Κοντολέοντες
      γενική του Κοντολέοντος των Κοντολεόντων
    αιτιατική τον Κοντολέοντα τους Κοντολέοντες
     κλητική Κοντολέων
Κοντολέον*
Κοντολέοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Επίσης, και άκλιτο.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κοντολέων (κλίση: θεράπων)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοντολέων < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κοντολέων,[1] από παρωνύμιο[2] κοντός: Κοντο- + -λέων. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης αναφέρει πως υπάρχει (και ;) ως εξελληνισμένη μορφή του Κόντογλου.[3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kon.doˈle.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ντο‐λέ‐ων

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοντολέων κλιτό ή και άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.
  2. Βλ. Λεξικογραφικόν Δελτίον 15 (1985), σ. 133.
  3. Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111-112.