Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κριωεύς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κριωεύς οἱ Κριωεῖς - Κριωῆς*
      γενική τοῦ Κριωέως
& Κριωῶς
τῶν Κριωέων
& Κριωῶν
      δοτική τῷ Κριωεῖ τοῖς Κριωεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Κριωέ
& Κριω
τοὺς Κριωέᾱς
& Κριωᾶς
     κλητική ! Κριωεῦ Κριωεῖς - Κριωῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κριω1 ή Κριωεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Κριωέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κριωεύς < Κριώ(α) + -εύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Κριωεύς αρσενικό