Μαρικάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαρικάκι | τα | Μαρικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Μαρικάκι | τα | Μαρικάκια |
κλητική | Μαρικάκι | Μαρικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαρικάκι < Μαρίκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι → και δείτε τη λέξη Μαρία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ɾiˈca.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρι‐κά‐κι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαρικάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαρίκα
Μαρικάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)