Μεγάλη Ύφεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεγάλη Ύφεση | οι | Μεγάλες Υφέσεις |
γενική | της | Μεγάλης Ύφεσης | των | Μεγάλων Υφέσεων |
αιτιατική | τη | Μεγάλη Ύφεση | τις | Μεγάλες Υφέσεις |
κλητική | Μεγάλη Ύφεση | Μεγάλες Υφέσεις | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεγάλη Ύφεση < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Great Depression, → δείτε τις λέξεις μεγάλος και ύφεση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /meˈɣa.li ˈi.fe.si/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]Μεγάλη Ύφεση θηλυκό
- (ΗΠΑ) (οικονομία, ιστορία) μεγάλη οικονομική κατάρρευση η οποία χαρακτηρίστηκε από μαζική ανεργία και περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα η οποία διήρκεσε από το 1929 έως το 1940 στις ΗΠΑ και σε παρόμοιες περιόδους σε άλλες χώρες
- ※ Πολλοί έσπευσαν να συγκρίνουν την τρέχουσα οικονομική κρίση με τη Μεγάλη Ύφεση της Δεκαετίας του '30. (Μαθήματα από το παρελθόν: Συγκρίνοντας τη Μεγάλη Ύφεση του 1929 με την κρίση του 2020, capital.gr, 14 Μαΐου 2020)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μεγάλη Ύφεση
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)