Πολύχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολύχρονος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πολύχρονος οι Πολύχρονοι
      γενική του Πολύχρονου των Πολύχρονων
    αιτιατική τον Πολύχρονο τους Πολύχρονους
     κλητική Πολύχρονο Πολύχρονοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πολύχρονος < πολύχρονος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈli.xɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐λύ‐χρο‐νος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πολύχρονος αρσενικό (θηλυκό Πολύχρονου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πολύχρονος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πολύχρονος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]