Τοπρακτσίογλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τοπρακτσίογλου οι Τοπρακτσίογλοι
Τοπρακτσιογλαίοι
οι Τοπρακτσίογλου
      γενική του/της Τοπρακτσίογλου των Τοπρακτσίογλων
Τοπρακτσιογλαίων
των Τοπρακτσίογλου
    αιτιατική τον/την Τοπρακτσίογλου τους Τοπρακτσίογλους
Τοπρακτσιογλαίους
τους/τις Τοπρακτσίογλου
     κλητική Τοπρακτσίογλου Τοπρακτσίογλοι
Τοπρακτσιογλαίοι
Τοπρακτσίογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τοπρακτσίογλου (άμεσο δάνειο) τουρκική Toprakçıoğlu < toprak (γη, χώμα, έδαφος) + -çı + -oğlu (-ογλου) < oğul (υιός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τοπρακτσίογλου άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]