άβλεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβλεπτος η άβλεπτη το άβλεπτο
      γενική του άβλεπτου της άβλεπτης του άβλεπτου
    αιτιατική τον άβλεπτο την άβλεπτη το άβλεπτο
     κλητική άβλεπτε άβλεπτη άβλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβλεπτοι οι άβλεπτες τα άβλεπτα
      γενική των άβλεπτων των άβλεπτων των άβλεπτων
    αιτιατική τους άβλεπτους τις άβλεπτες τα άβλεπτα
     κλητική άβλεπτοι άβλεπτες άβλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άβλεπτος < αβλεπτώ

Επίθετο[επεξεργασία]

άβλεπτος

  1. αόρατος, ακοίταχτος, αθέατος, άνοπτος
  2. εκείνος που δεν του δίνει κανείς σημασία, που δεν τον βλέπει κανείς
  3. (με ενεργητική σημασία) εκείνος που δεν βλέπει καλά, ο απρόσεκτος, που κάνει αβλεψίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]