άσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσσος | οι | άσσοι |
γενική | του | άσσου | των | άσσων |
αιτιατική | τον | άσσο | τους | άσσους |
κλητική | άσσε | άσσοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άσσος αρσενικό ή άσος
- → δείτε τη λέξη άσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άσσος
→ δείτε τη λέξη άσος |