άτσεπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτσεπος η άτσεπη το άτσεπο
      γενική του άτσεπου της άτσεπης του άτσεπου
    αιτιατική τον άτσεπο την άτσεπη το άτσεπο
     κλητική άτσεπε άτσεπη άτσεπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτσεποι οι άτσεπες τα άτσεπα
      γενική των άτσεπων των άτσεπων των άτσεπων
    αιτιατική τους άτσεπους τις άτσεπες τα άτσεπα
     κλητική άτσεποι άτσεπες άτσεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άτσεπος< α- στερητικό + τσέπη + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.t͡se.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐τσε‐πος

Επίθετο[επεξεργασία]

άτσεπος, άτσεπη, άτσεπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]