άφιλτρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άφιλτρος < πιθανόν αναδρομικός σχηματισμός από το ουδέτερο άφιλτρο (τσιγάρο) (→ δείτε παρακάτω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφιλτρος η άφιλτρη το άφιλτρο
      γενική του άφιλτρου της άφιλτρης του άφιλτρου
    αιτιατική τον άφιλτρο την άφιλτρη το άφιλτρο
     κλητική άφιλτρε άφιλτρη άφιλτρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφιλτροι οι άφιλτρες τα άφιλτρα
      γενική των άφιλτρων των άφιλτρων των άφιλτρων
    αιτιατική τους άφιλτρους τις άφιλτρες τα άφιλτρα
     κλητική άφιλτροι άφιλτρες άφιλτρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

άφιλτρος, -η, -ο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]