έχθιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έχθιστος | η | έχθιστη | το | έχθιστο |
γενική | του | έχθιστου | της | έχθιστης | του | έχθιστου |
αιτιατική | τον | έχθιστο | την | έχθιστη | το | έχθιστο |
κλητική | έχθιστε | έχθιστη | έχθιστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έχθιστοι | οι | έχθιστες | τα | έχθιστα |
γενική | των | έχθιστων | των | έχθιστων | των | έχθιστων |
αιτιατική | τους | έχθιστους | τις | έχθιστες | τα | έχθιστα |
κλητική | έχθιστοι | έχθιστες | έχθιστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έχθιστος < αρχαία ελληνική ἔχθιστος
Επίθετο[επεξεργασία]
έχθιστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εχθρός