αβγοδάρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοδάρτης αρσενικό
- (νεολογισμός, κουζινικά) εργαλείο κουζίνας με το οποίο χτυπάμε αβγά ή τα ανακατεύουμε με κάτι άλλο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- και με την γραφή αυγοδάρτης (βλ. γραφή του 'αβγό')
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημείωση: Οι λέξεις όπως εμφανίζονται σε καταλόγους πωλήσεων, το 2018.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)