αβγοδάρτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Αβγοδάρτες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβγοδάρτης οι αβγοδάρτες
      γενική του αβγοδάρτη των αβγοδαρτών
    αιτιατική τον αβγοδάρτη τους αβγοδάρτες
     κλητική αβγοδάρτη αβγοδάρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγοδάρτης < αβγ(ό) + -ο- + δάρτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγοδάρτης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημείωση: Οι λέξεις όπως εμφανίζονται σε καταλόγους πωλήσεων, το 2018.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]