Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβγοειδής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβγοειδής η αβγοειδής το αβγοειδές
      γενική του αβγοειδούς* της αβγοειδούς του αβγοειδούς
    αιτιατική τον αβγοειδή την αβγοειδή το αβγοειδές
     κλητική αβγοειδή(ς) αβγοειδής αβγοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβγοειδείς οι αβγοειδείς τα αβγοειδή
      γενική των αβγοειδών των αβγοειδών των αβγοειδών
    αιτιατική τους αβγοειδείς τις αβγοειδείς τα αβγοειδή
     κλητική αβγοειδείς αβγοειδείς αβγοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβγοειδής < αβγο- + -ειδής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vɣo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγοειδής

Επίθετο

[επεξεργασία]

αβγοειδής, -ής, -ές

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]