αβρόμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αβρόμιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βρομίσει, δεν έχει λερωθεί
- (τρόφιμο) που δεν αναδύει άσχημη οσμή λόγω της αποσύνθεσης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβρόμιστος
|