αγροταγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγροταγορά < αγρότ(ης) + αγορά ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική farmer's market)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.ta.ɣoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐τα‐γο‐ρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροταγορά θηλυκό
- (νεολογισμός) αγορά όπου οι αγρότες και οι παραγωγοί πωλούν τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγροταγορά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)