αγροφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγροφιλία θηλυκό
- (νεολογισμός) η τάση εγκατάλειψης των αστικών κέντρων και (μόνιμης) εγκατάστασης σε αγροτικές περιοχές
- ※ Για επιστροφή στη φύση και πέρασμα από την αστυφιλία στην αγροφιλία προτρέπει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με νομοσχέδιο, που έχει πάρει ήδη το «πράσινο φως» από το υπουργικό συμβούλιο, αφού εγκρίθηκε σε δεύτερη ανάγνωση την περασμένη Πέμπτη. (*)
- ※ Η τάση αυτή της αντιαστικοποίησης ουσιαστικά διεκδικεί μια άλλη μορφή οργάνωσης του χώρου, χρήσης του εδάφους. Προκαλεί, ξυπνά τον αγροτικό χώρο, μεταφέρει το ενδιαφέρον σ' αυτόν και μπορεί να πάρει, κατά τη γνώμη μου, εκφράσεις αγροφιλίας. Μέσα από διαφορετικές κατευθύνσεις οι σύγχρονες τάσεις της αστυφιλίας και της αγροφιλίας όχι μόνον συναντώνται αλλά αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος για την οργάνωση της ζωής μας. (*)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγροφιλία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)