αδιάγραφτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάγραφτος η αδιάγραφτη το αδιάγραφτο
      γενική του αδιάγραφτου της αδιάγραφτης του αδιάγραφτου
    αιτιατική τον αδιάγραφτο την αδιάγραφτη το αδιάγραφτο
     κλητική αδιάγραφτε αδιάγραφτη αδιάγραφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάγραφτοι οι αδιάγραφτες τα αδιάγραφτα
      γενική των αδιάγραφτων των αδιάγραφτων των αδιάγραφτων
    αιτιατική τους αδιάγραφτους τις αδιάγραφτες τα αδιάγραφτα
     κλητική αδιάγραφτοι αδιάγραφτες αδιάγραφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιάγραφτος < αδιάγραπτος με ανομοίωση τρόπου προφοράς [pt] > [ft]. Δείτε το σχήμα: αρχαία ελληνικά ἄγραπτος > νέα ελληνικά άγραφτος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈði̯a.ɣɾa.ftos/ & /aˈðʝa.ɣɾa.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐διά‐γρα‐φτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αδιάγραφτος, -η, -ο

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αδιάγραπτος και -φτος - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.