αδιάγραφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάγραφτος < αδιάγραπτος με ανομοίωση τρόπου προφοράς [pt] > [ft]. Δείτε το σχήμα: αρχαία ελληνικά ἄγραπτος > νέα ελληνικά άγραφτος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈði̯a.ɣɾa.ftos/ & /aˈðʝa.ɣɾa.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐διά‐γρα‐φτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάγραφτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αδιάγραπτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ άγραφτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- αδιάγραπτος και -φτος - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.